στύλωμα

στύλωμα
το, ΝΑ [στυλῶ, -ώνω]
η στήριξη ενός πράγματος με στύλο, υποστύλωση
νεοελλ.
μτφ. ενδυνάμωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στύλωμα — το στήριξη κάποιου πράγματος με στύλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στυλώμασιν — στύλωμα prop neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρειση — η (Α ἔρεισις) [ερείδω] 1. στήριξη, υποστήριξη, στύλωμα 2. σπρώξιμο, πίεση με δύναμη (ιδιαίτερα στην κωπηλασία) αρχ. 1. βάση, σημείο βάσης, στήριξης 2. αναμόχλευση, μετακίνηση με μοχλό …   Dictionary of Greek

  • κατάπληξη — η (Α κατάπληξις) [καταπλήσσω] έκπληξη, θάμπωμα, σάστισμα, έκσταση, ισχυρός θαυμασμός αρχ. 1. σεβασμός («κατάπληξις και καταξίωσις τοῡ Ρωμαίων πολιτεύματος», Πολ.) 2. (για μάτια) στύλωμα, προσήλωση, θάμπωμα 3. μεγάλη ντροπή, καταισχύνη …   Dictionary of Greek

  • στύλωση — η / στύλωσις, ώσεως, ΝΑ [στυλῶ, ώνω] στήριξη με τη χρήση στύλων, στύλωμα, υποστύλωση …   Dictionary of Greek

  • στύλωση — η στύλωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”